- собрать
- -беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -оρ.σ.μ.1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•
собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•
собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•
собрать в кучу συσσωρεύω•
собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•
собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.
2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•
собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).
4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.5. συναρμολογώ, μοντάρω.6. συλλέγω•собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.
7. συγκομίζω•собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•
собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•
собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.
8. εντείνω•собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.
собраться1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.2. συλλέγομαι.3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.
5. εξασφαλίζομαι•собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•
собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.
6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).εκφρ.собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.